dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
παρκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Parken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
μπαρκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einschiffung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κενό για παρκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Parklücke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θέση για παρκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Parklücke
Ⓦ
Ⓖ
…