dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
παραμύθι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Märchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
παραμύθι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mär
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
παραμυθιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einreden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμυθιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
phantasieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμυθιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich trösten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραμυθία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trost
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμυθιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trösten
Ⓦ
Ⓖ
…