dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παραγραφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verjährung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παραγραφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorschrift
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραγραφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Rezept
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
παραγραφή της αξίωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anspruchsverjährung
Ⓦ
Ⓖ
…
παραγραφή της ποινής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Strafvollstreckungsverjährung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παραγραφή της αξιώσεως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verfolgungsverjährung
Ⓦ
Ⓖ
…