dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
παλιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
παλιόσπιτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bruchbude
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
παλιόσκυλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Köter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
τα
παλιοσίδερα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schrott
Ⓦ
Ⓖ
…