dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
παλικάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bursche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
παλικάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kerl
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
παλικάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mordskerl
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
παλικαριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παλικαρίσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tapfer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παλικαριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tapferkeit
Ⓦ
Ⓖ
…