dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
παλαιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ringkämpfer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παλαιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ringer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
βιοπαλαιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lebenskünstler
Ⓦ
Ⓖ
…