dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
παθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
passiv
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
παθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pathetisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leidenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αντιπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstoßend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντιπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fies
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ομοιοπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Homöopath
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομοιοπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
homöopathisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συμπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ψυχοπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
psychopathisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sympathisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τηλεπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
telepathisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντιπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbeliebt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αντιπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unsympathisch
Ⓦ
Ⓖ
…