dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
παθητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Passiva
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
παθητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbindlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
παθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leidenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
παθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
passiv
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παθητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Passivität
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
παθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pathetisch
Ⓦ
Ⓖ
…