dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παγίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schlinge
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παγίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Falle
Ⓦ
Ⓖ
…
παγίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fallstrick
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
ποντικοπαγίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mausefalle
Ⓦ
Ⓖ
…