dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οφειλόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gebührend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οφειλόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angemessen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οφειλόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausstehend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
οφειλόμενος φόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steuerschuld
Ⓦ
Ⓖ
…