dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οφειλέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Debitor
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οφειλέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schuldner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οφειλέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vollstreckungsschuldner
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
τρίτος οφειλέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Drittschuldner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινός οφειλέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeinschuldner
Ⓦ
Ⓖ
…
ενυπόθηκος οφειλέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hypothekenschuldner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αυτοφειλέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstschuldner
Ⓦ
Ⓖ
…