dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ορμέμφυτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Instinkt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ορμέμφυτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trieb
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ορμέμφυτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
instinktiv
Ⓦ
Ⓖ
…