dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
οργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zorn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Raserei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ärger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rage
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
στοργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liebe
Ⓦ
Ⓖ
…
στοργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vorliebe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
στοργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zärtlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στοργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuneigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στοργή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuwendung
Ⓦ
Ⓖ
…