dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οικογενειακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Familien-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οικογενειακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
familiär
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
οικογενειακός προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Familienbudget
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικογενειακός κύκλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Familienkreis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικογενειακός προγραμματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Familienplanung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οικογενειακός γιατρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hausarzt
Ⓦ
Ⓖ
…