dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μπάνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bad
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μπάνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Badezimmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπάνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Baden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κάνω μπάνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
baden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπάνιο αλάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Badesalz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πάω στο μπάνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ins Baden gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κρυστάλλινο μπάνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kristallbad
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπάνιο με ορυκτά έλαια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mineralbad
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω μπάνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwimmen
Ⓦ
Ⓖ
…