dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μούσκεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befeuchtung
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μούσκεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchnässt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μούσκεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Befeuchten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μούσκεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
triefnass
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
τα κάνω μούσκεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alles verhauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τα κάνω μούσκεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alles versauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
είμαι μούσκεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klatschnass sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γίνομαι μούσκεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klatschnass werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μούσκεμα στον ιδρώτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schweißgebadet
Ⓦ
Ⓖ
…