dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μειονέκτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nachteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μειονέκτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Benachteiligung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
νομικό μειονέκτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rechtsnachteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αριθμητικό μειονέκτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterzahl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ανταγωνιστικό μειονέκτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wettbewerbsnachteil
Ⓦ
Ⓖ
…