dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαχανικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemüse
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λαχανικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gemüsepflanze
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λαχανικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Futterpflanze
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
πολυετές λαχανικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausdauerndes Gemüse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φυλλώδες λαχανικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Blattgemüse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νωπό λαχανικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Frischgemüse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καρποφόρο λαχανικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fruchtgemüse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βολβώδες λαχανικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Knollengemüse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λαχανικό με βρώσιμη ρίζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wurzelgemüse
Ⓦ
Ⓖ
…