dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λήμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stichwort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λήμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lehrsatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λήμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lemma
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
δίλημμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dilemma
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ηθικό δίλημμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gewissenskonflikt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δίλημμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zwickmühle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δίλημμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zwiespalt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βρίσκομαι σε δίλημμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zwischen zwei Stühlen sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…