dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λάκκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Graben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάκκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Patsche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάκκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Grube
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
λάκκος των λεόντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Löwengrube
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νερόλακκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tümpel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λάκκος με τα φίδια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zwickmühle
Ⓦ
Ⓖ
…