dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
κόμπλεξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Komplex
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
κομπλεξικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Komplexe habend
Ⓦ
Ⓖ
…