dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rollen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wälzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kullern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κατρακυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abrollen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αιματοκυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschlachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αιματοκυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Blut vergießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατρακυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kollern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αιματοκυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niedermetzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατρακυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
purzeln
Ⓦ
Ⓖ
…