dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κουρέλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κουρέλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lumpen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
κουρελιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlottert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουρελιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerfetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κουρελιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerlumpt
Ⓦ
Ⓖ
…