dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κοντός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kurz
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κοντός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dienstpflichtverletzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κοντοστούπης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gnom
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κοντόσωμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kleinwüchsig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοντοστούπης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mickrig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνείδηση του καθήκοντος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pflichtbewusstsein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αίσθημα καθήκοντος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pflichtbewusstsein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συναίσθηση του καθήκοντος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pflichtbewusstsein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κοντοστέκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοντοστέκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοντοστέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehenbleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κοντοστέκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stocken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοντοστέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stocken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοντοστούπης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterentwickelt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοντοστούπης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückgeblieben
Ⓦ
Ⓖ
…