dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κλιμάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eskalation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κλιμάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausweitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κλιμάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Skalierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κλιμάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Staffelung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κλιμάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steigerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κλιμάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abstufung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
αποκλιμάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Deeskalation
Ⓦ
Ⓖ
…