dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Training
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Weiterbildung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zusammenstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausarbeitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausbildung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gründung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
αρχική κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anfangsausbildung
Ⓦ
Ⓖ
…
κατάρτιση του κοινοτικού προϋπολογισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aufstellung des EG-Haushaltsplans
Ⓦ
Ⓖ
…
κατάρτιση του προϋπολογισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aufstellung des Haushaltsplans
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κατάρτιση του κοινοτικού δικαίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausarbeitung des Gemeinschaftsrechts
Ⓦ
Ⓖ
…
επαγγελματική κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berufliche Bildung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματική κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufsstatus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βασική κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Grundausbildung
Ⓦ
Ⓖ
…
συνεχής επαγγελματική κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ständige berufliche Weiterbildung
Ⓦ
Ⓖ
…