dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καρότο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Möhre
Ⓦ
Ⓖ
…
καρότο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Karotte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καρότο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mohrrübe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
χυμός καρότο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Karottensaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
καρότο και μαστίγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zuckerbrot und Peitsche
Ⓦ
Ⓖ
…