dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καθημερινή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wochentag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθημερινή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Werktag
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
καθημερινή ζωή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Alltag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθημερινή γλώσσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Alltagssprache
Ⓦ
Ⓖ
…
καθημερινή μετακίνηση προς κι από τον τόπο εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pendelwanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθημερινή εφημερίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tageszeitung
Ⓦ
Ⓖ
…