dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καθαρίστρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Putzfrau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθαρίστρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Raumpflegerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
καθαρίστρια κτιρίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gebäudereinigerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καπνοδοχοκαθαρίστρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schornsteinfegerin
Ⓦ
Ⓖ
…