dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absinken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κατακάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absinken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ablagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich absetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufrichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρογγυλοκάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gemütlich hinsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich legen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επικάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich legen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάθομαι θλιμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Trübsal blasen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρακάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu lange sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…