dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bilanz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gleichgewicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
ισοσκελισμένο ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
ausgeglichene Bilanz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ισοζύγιο αδήλων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dienstleistungsbilanz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενεργειακό ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Energiebilanz
Ⓦ
Ⓖ
…
εμπορικό ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Handelsbilanz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ελλειμματικό ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
passive Bilanz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ισοζύγιο εφοδιασμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Versorgungsbilanz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υδατικό ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wasserhaushalt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ισοζύγιο πληρωμών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zahlungsbilanz
Ⓦ
Ⓖ
…