dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anlaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erstaunen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verblüffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
εκθαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erstaunen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκθαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verblenden
Ⓦ
Ⓖ
…