dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
θάρρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θάρρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Courage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θάρρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mumm
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θάρρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schneid
Ⓦ
Ⓖ
…
θάρρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tapferkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
ξέθαρρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dreist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δίνω θάρρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mut machen
Ⓦ
Ⓖ
…