dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ηθική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ethik
Ⓦ
Ⓖ
…
ηθική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Moral
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ηθική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sittenlehre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ηθική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gesittung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ηθική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sittlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
διπλή ηθική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Doppelmoral
Ⓦ
Ⓖ
…
ηθική δεοντολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ethik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ηθική της πολιτικής ζωής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
politische Moral
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σεξουαλική ηθική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sexualmoral
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ηθική της οικονομικής ζωής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaftliche Moral
Ⓦ
Ⓖ
…