dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
arbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jobben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
funktionieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κατεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
arbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aushecken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bearbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bearbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begutachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kooperieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξετάζω περιεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mustern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περιεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mustern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…