dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
επισκέπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Besucher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επισκέπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gast
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
μόνιμος επισκέπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dauergast
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επισκέπτης θεραπευτικού κέντρου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kurgast
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επισκέπτης έκθεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Messebesucher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επισκέπτης ζωολογικού κήπου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zoobesucher
Ⓦ
Ⓖ
…