dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausnahmefall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausschluss
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
εξαίρεση από έγκριση σύμπραξης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Befreiung von der Genehmigungspflicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιτρέπω την εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dispensieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω μια εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Ausnahme machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πολιτιστική εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kulturelle Ausnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπεξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterschlagung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπεξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Veruntreuung
Ⓦ
Ⓖ
…