dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ενορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeinde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ενοριακός ναός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pfarrkirche
Ⓦ
Ⓖ
…