dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hindernis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Behinderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bremsklotz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hemmnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hürde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schranke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sperre
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
μη δασμολογικό εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nichttarifäres Handelshemmnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δασμολογικό εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tarifäres Handelshemmnis
Ⓦ
Ⓖ
…
τεχνικό εμπόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
technisches Handelshemmnis
Ⓦ
Ⓖ
…