dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκπονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκπονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
εκπονώ διδακτορική διατριβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dissertieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκπονώ διδακτορική διατριβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
promovieren
Ⓦ
Ⓖ
…