dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anfang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Start
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
επανεκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Booten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντικανονική εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fehlstart
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επανεκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Neustart
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επανεκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reboot
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επανεκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reset
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γρήγορη εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schnellstart
Ⓦ
Ⓖ
…