dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εισηγητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Referent
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εισηγητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sachbearbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εισηγητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berichterstatter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
εισηγητής δικαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Konkursrichter
Ⓦ
Ⓖ
…
εισηγητής εισηγήτρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vortragende
Ⓦ
Ⓖ
…