dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
εισαγγελέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Staatsanwalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
αντεισαγγελέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Assistent des Staatsanwalts
Ⓦ
Ⓖ
…
ομοσπονδιακός εισαγγελέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bundesanwalt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομοσπονδιακή εισαγγελέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bundesanwältin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γενικός εισαγγελέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Generalanwalt
Ⓦ
Ⓖ
…