dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εισέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eintreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einmarschieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
υπεισέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
antreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπεισέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπεισέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingehen auf …
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισέρχομαι σε χώρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einreisen
Ⓦ
Ⓖ
…