dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
δόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dom
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
οικοδόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bauarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικοδόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bauherr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικοδόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Baumeister
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικοδόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erbauer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικοδόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Maurer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
έβδομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
siebente
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
έβδομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
siebte
Ⓦ
Ⓖ
…
πολεοδόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stadtplaner
Ⓦ
Ⓖ
…