dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
δυνατά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heftig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
δυνατά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kräftig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
δυνατά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
δυνατά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
intensiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
δυνατά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stark
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
χτυπώ δυνατά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραυματίζω χτυπώντας δυνατά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prellen
Ⓦ
Ⓖ
…