dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
διοίκ.
διοικητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
administrativ
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διοικητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwaltungsrechtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
διοικητικός υπάλληλος γραφείου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bürokaufmann
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διοικητικός υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verwaltungsangestellter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διοικητικός μηχανισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verwaltungsapparat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διοικητικός κυβερνητικός υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verwaltungsbeamter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διοικητικός κλάδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verwaltungsberuf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διοικητικός έλεγχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verwaltungskontrolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διοικητικός κώδικας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verwaltungsregeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διοικητικός κανόνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verwaltungsverordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διοικητικός καταναγκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verwaltungszwang
Ⓦ
Ⓖ
…