dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διευκόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erleichterung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διευκόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
διευκόλυνση ακολασίας άλλων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kuppelei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φορολογική διευκόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steuervergünstigung
Ⓦ
Ⓖ
…