dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διεθνής διάσκεψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
internationale Konferenz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Διεθνής Διάσκεψη Εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Internationale Arbeitskonferenz
Ⓦ
Ⓖ
…