dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διαχειριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
administrativ
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
διαχειριστικός φορέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verwaltungsorgan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διαχειριστικός έλεγχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wirtschaftlichkeitskontrolle
Ⓦ
Ⓖ
…